- παλληκαρήσιος
- α, ο храбрый, мужественный (о человеке); молодецкий (о виде, поступке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλληκαρήσιος — και παληκαρήσιος και παλικαρήσιος, α, ο 1. αυτός που αρμόζει σε παληκάρι, αντρίκιος, τολμηρός, γενναίος 2. ευθυτενής, υπερήφανος, λεβέντικος («έχει περπάτημα παληκαρήσιο»). επίρρ... παλληκαρήσια και παληκαρήσια και παλικαρήσια 1. με τρόπο που… … Dictionary of Greek
παληκαρήσιος — α, ο βλ. παλληκαρήσιος … Dictionary of Greek
παλικαρήσιος — α, ο βλ. παλληκαρήσιος … Dictionary of Greek
παλληκαρίστικος — και παληκαρίστικος και παλικαρίστικος, η, ο παλληκαρήσιος, γενναίος, τολμηρός, αντρίκιος. επίρρ... παλληκαρίστικα και παληκαρίστικα και παλικαρίστικα όπως αρμόζει σε παληκάρι, με παληκαρίστικο τρόπο, παληκαρήσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι* + κατάλ … Dictionary of Greek
παλληκαριάτικος — και παληκαριάτικος και παλικαριάτικος, η, ο 1. παλληκαρήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το παλ(λ)ηκαριάτικο και παλικαριάτικο προγαμιαία δωρεά που έδινε εθιμικά μια χήρα, όταν επρόκειτο να ξαναπαντρευτεί, στον νεαρό μνηστήρα της, αλλ. αγριλίκι 3. (το ουδ … Dictionary of Greek